- ρωγμή
- 1) brèche2) cassure
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
ῥωγμῇ — ῥωγμή fracture fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥωγμή — fracture fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρωγμή — η / ῥωγμή, ΝΜΑ και ῥωχμή ΜΑ επιμήκης επιφανειακή ή βαθιά σχισμή στερεού σώματος, διακοπή τής συνέχειας μιας επιφάνειας με τον σχηματισμό ανοίγματος σε αυτήν, σκάσιμο, χάσμα (α. «μετά τον σεισμό παρουσιάστηκαν πολλές ρωγμές στο έδαφος» β. «ῥωγμή… … Dictionary of Greek
ρωγμή — η σκάσιμο, σχισμή, χαραμάδα: Ο τοίχος σε ένα σημείο έχει μια ρωγμή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ῥωγμαῖς — ῥωγμή fracture fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥωγμαί — ῥωγμή fracture fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥωγμῆς — ῥωγμή fracture fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥωγμῇσιν — ῥωγμή fracture fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥωγμέων — ῥωγμή fracture fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥωγμήν — ῥωγμή fracture fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥωγμῶν — ῥωγμή fracture fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)